Η ζωή του χριστιανού, μία πορεία καθημερινή προς την κατάκτηση του Φωτός

Η αγιότητα και η θέωση, δηλαδή η ένωση του ανθρώπου μετά του Ιησού Χριστού, είναι ο σκοπός κάθε χριστιανού που αποδέχτηκε με την βάπτισή του να είναι μέλος της Εκκλησίας Του. Για να επιτευχθεί αυτή η ένωση μετά του Ιησού Χριστού, που είναι ο μοναδικός υπάρχων και αληθινός Θεός, το Φως το αληθινό, «το φωτίζον και αγιάζον πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον», βασική προϋπόθεση είναι ο άνθρωπος να γίνει και αυτός όλος φως, διότι όπως έχουμε τονίσει, ένωση επιτυγχάνεται μόνο μεταξύ ομοίων.

Ο άνθρωπος, ως μέλος της Εκκλησίας του Χριστού, πρέπει να επιτύχει τρία στάδια. Το πρώτο στάδιο είναι της καθάρσεως, το δεύτερο του φωτισμού και το τρίτο της θέωσης.

Η ψυχή του ανθρώπου μπορεί να παρομοιαστεί με ένα σκοτεινό δωμάτιο ή, θα λέγαμε καλύτερα, με ένα σκοτεινό σπήλαιο, όπως το σπήλαιο της Βηθλεέμ. Έχετε αναρωτηθεί ποτέ, γιατί το σπήλαιο της Βηθλεέμ είναι τόσο σκοτεινό και γιατί ο αγιογράφος επιλέγει να το ζωγραφίζει πάντα με μαύρο χρώμα; Διότι συμβολίζει την ψυχή μας, η οποία χωρίς την ύπαρξη του Ιησού Χριστού είναι σκοτεινή και μαύρη. Είναι επιτακτική, λοιπόν, η ανάγκη να εισέλθει το φως, ώστε να ξεκινήσουμε την κάθαρση του σπηλαίου ή του σκοτεινού δωματίου που είναι η ψυχή μας. Το δε Φως είναι ο Χριστός, ο οποίος, όταν εισέλθει στην ψυχή μου, θα μου δωρίσει με το φως που σκορπίζει «του οράν τα εμά πταίσματα» (Ευχή Αγίου Εφραίμ του Σύρου).

Εάν δεν εισέλθει στην σκοτεινή ψυχή ο Χριστός, ουδέποτε ο άνθρωπος θα μπορέσει να δει και να γνωρίσει τον πραγματικό του εαυτό και χαρακτήρα. Ποτέ του δεν θα μπορέσει να δει και να γνωρίσει τα αμαρτήματά του και τα πταίσματά του. Γι’ αυτό πολύ ορθά ο υμνωδός αναφέρει: «Η Γέννησή σου Χριστέ ο Θεός ημών, ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως…»(Απολυτίκιο εορτής των Χριστουγέννων). Η αυτογνωσία, το γνώθι σαυτόν, δεν έρχεται από μόνο του ποτέ, παρά μόνο εάν ο ίδιος ο Ιησούς δεν προσφέρει διά του φωτός Του τη γνώση ως δώρο, ώστε να φωτιστεί η ψυχή μου και να γνωρίσω τον εαυτό μου. Αυτή τη γνώση και το φως Του το δίνει ο Χριστός, ως δώρο, μόνο σε εκείνους που το ποθούν και το ζητούν. Με το δώρο αυτό, όμως, ο άνθρωπος θα δει και θα γνωρίσει την εσωτερική πραγματική του κατάσταση, θα αντιληφθεί τη βρώμα και την δυσωδία που τον μολύνει, και που τόσο καιρό δεν αντιλαμβανόταν, και θα αναζητήσει να καθαρθεί. Τότε οδηγείται στο ιερό μυστήριο της Βαπτίσεως, στην κολυμβήθρα, όπου δι’ ύδατος και πνεύματος Αγίου ξεκινά η κάθαρσή του. Και ως νεοφώτιστος πλέον (ονομάζεται έτσι, διότι τη στιγμή της Βαπτίσεώς του πρωτοεισέρχεται σε αυτόν το Φως, ο Θεός) δίνει την υπόσχεση ότι θα μείνει για πάντα κοντά στο Χριστό, που είναι το φως το αληθινό. Γι’ αυτό και γυρίζει προς τη δύση φτύνοντας το σκότος, τον διάβολο και τα έργα του, υποσχόμενος δε ότι συντάσσεται πλέον μετά του Χριστού.

Δυστυχώς όμως, ενώ αυτά υποσχόμαστε στο Χριστό, οι τρεις εχθροί μας, ο διάβολος, ο κόσμος και ο κακός εαυτός μας, αγωνίζονται νύχτα και ημέρα, για να μας επαναφέρουν στην πρώτη κατάστασή μας. Θέλουν την επιστροφή μας στο σκοτάδι και στα έργα του σκότους. Θέλουν να σβήσει το Φως της γνώσεως που ανέτειλε και φώτισε το δωμάτιο της ψυχής μας, ώστε βαδίζοντας ξανά στο σκοτάδι να χαθούμε. Γνωρίζοντας όλα τα ανωτέρω ο Ιησούς Χριστός, δεν μας άφησε αβοήθητους και μόνους σε αυτόν τον πόλεμο που κάνουν οι εχθροί μας εναντίον της ψυχής μας. Γι’ αυτό δημιούργησε το στρατόπεδό Του, την Εκκλησία Του, που επί της γης ονομάζεται στρατευομένη Εκκλησία και μας δώρισε τα Ιερά Μυστήρια, τα πλέον ισχυρά όπλα κατά των εχθρών μας.

Ο πόλεμος που ενεργείται κατά του ανθρώπου είναι πνευματικός και αόρατος. Πόλεμος μεταξύ Φωτός και σκότους. Σε αυτόν τον πόλεμο η Ιερά Αποκάλυψη μάς αναφέρει ότι νικούν οι χριστιανοί. Νικά το Φως. Ο αγώνας του ανθρώπου για την κατάκτηση και παραμονή του Φωτός μέσα στην ψυχή του είναι διαρκής και συνεχής όσο ζει και αναπνέει. Αλλά και ο πόλεμος των εχθρών της ψυχής μας, του διαβόλου, του κόσμου και του εαυτού μας είναι συνεχής και αμείλικτος.

Στην εξέλιξη αυτού του πολέμου, λόγω δικής μας υπαιτιότητος και του εγωισμού μας, χάνονται κάποιες μάχες, αλλά όχι ο τελικός πόλεμος. Όταν ο άνθρωπος αντιληφθεί και αναγνωρίσει ότι μόνος του αδυνατεί να νικήσει τους εχθρούς του, γι’ αυτό και χάνει μάχες, τότε ταπεινώνεται αναζητώντας βοήθεια στον πόλεμο αυτό από τον Ιησού, επαληθεύοντας έτσι τα λόγια του Ιησού που είπε προς όλους μας ότι: «ανευ Εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν» (χωρίς Εμένα δεν θα μπορέσετε να κάνετε τίποτα).

Στην εκκλησιαστική γλώσσα, κάθε μάχη που χάνουμε και εξερχόμαστε τραυματισμένοι ονομάζεται «πτώση», διότι αμαρτάνοντας ο άνθρωπος εκπίπτει από τη θέση που του έδωσε ο Ιησούς την ημέρα που έγινε μέλος της εκκλησίας Του με την βάπτισή του. Κάθε τραύμα που δημιουργείται από τις πτώσεις μας πρέπει τώρα να επουλωθεί, για να μην πεθάνει ο τραυματίας. Γι’ αυτό, πρέπει να εισέλθει άμεσα στο θεραπευτήριο του Χριστού, την Εκκλησία Του. Εκεί οι «νοσοκόμοι» (ιερείς) αναλαμβάνουν την περιποίηση του τραυματία και με τα φάρμακα που τους παρέχει ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων μας, ο Ιησούς Χριστός, επουλώνουν τα τραύματα. Μόλις δε θεραπευθεί ο ασθενής, επανέρχεται, για να συνεχίσει τον πόλεμο κατά των εχθρών της ψυχής του.

Εδώ πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι μάχες χάνονται εύκολα και η ψυχή μας τραυματίζεται πάλι και πάλι, όχι διότι η Εκκλησία και ο Αρχηγός της είναι αδύναμοι, αλλά εξαιτίας της δικής μας υπαιτιότητος, του εγώ μας. Προτιμούμε, δυστυχώς, να αυτενεργούμε και να πράττουμε ο κάθε ένας από εμάς το δικό του θέλημα θεωρώντας ότι κάτι είμαστε, παρά να υπακούσουμε τυφλά στις εντολές και στο θέλημα του Αρχιστρατήγου μας, του Ιησού Χριστού.

Κάνουμε, δυστυχώς, και πάλι το ίδιο λάθος που έκανε και ο Αδάμ και η Εύα μέσα στον Παράδεισο, οι οποίοι δεν υπάκουσαν στο θέλημα του Χριστού, στην εντολή που τους έδωσε, αλλά προτίμησαν να κάνουν το δικό τους το θέλημα, με αποτέλεσμα να εκπέσουν του Φωτός και της δόξας που είχαν μέσα στον Παράδεισο.

Κάθε παρακοή στο θέλημα του Ιησού Χριστού, στην εκκλησιαστική γλώσσα ονομάζεται αμαρτία ή πτώση. Πρέπει δε να γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος με κάθε παρακοή του τραυματίζει θανάσιμα την ψυχή του, οδηγώντας τον εαυτό του στον θάνατο. Επιπλέον εκπίπτοντας ο άνθρωπος από το θέλημα του Χριστού και πράττοντας το δικό του θέλημα, διώχνει τον Χριστό, που είναι το φως της ψυχής του, με αποτέλεσμα να βυθίζεται αυτή και πάλι στο σκοτάδι. Η πτώση – αμαρτία χωρίζει τον Θεό από την ψυχή μας. Φεύγοντας ο Θεός, φεύγει το Φως και επανέρχεται το σκοτάδι, το οποίο ο άνθρωπος αδυνατεί να διακρίνει, για να το καθαρίσει. Γι’ αυτό και ο καθημερινός αγώνας, κάθε χριστιανού μέλους της Εκκλησίας του Χριστού, είναι η κατάκτηση του Φωτός και η μόνιμη παραμονή αυτού στην ψυχή του. Μόνο έτσι θα μπορεί να βλέπει, να αναγνωρίζει και να θεραπεύει τα τραύματα – αμαρτήματά του, τα οποία του δημιουργούν οι τρεις προαιώνιοι εχθροί του πολεμώντας τον αόρατα.