Ἀκριβοπληρωμένη χαρά ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Σταυροπληρωμένη χαρά… (Γερόντισσας Μόνικας)

Xριστός Ἀνέστη ἀδελφοί μου!

Καί πλήρωσε ἀκριβά τή σωτηρία μας… «Διά τοῦ Τιμίου Σου αἵματος, ἐξηγόρασας ἡμᾶς». Μέ τό Ἄχραντο Αἷμα Του, πού κύλησε πάνω ἀπ᾽ τό Σταυρό. Καί μεῖς χαιρόμαστε καί εὐχόμαστε Χριστός Ἀνέστη. Ἀκριβοπληρωμένη χαρά ἡ χαρά τῆς Ἀναστάσεως. Χαρά πού ἔχει μέσα της καί λύπη, γιατί δέν ξεχνᾶ ἀπό ποῦ προῆλθε. Ἀπό τόν πόνο τοῦ Σταυροῦ… Σταυροπληρωμένη χαρά.

Ἴσως μερικοί ἀπό ἐμᾶς, φέτος, νά βίωσαν τό Πάσχα πάνω στό Σταυρό. Ἴσως σωματικά καί τήν ὥρα τῆς Ἀνάστασης νά εἶχαν παρέα τόν πόνο πού τούς γύριζε πίσω στή Μεγάλη Παρασκευή. Ἄραγε τό φτωχό μας τό μυαλό τί θά᾽λεγε γι᾽αὐτούς, ὅτι ἀναστήθηκαν ἤ ὄχι; Ὅτι ἔνιωσαν τήν χαρά τῆς Ἀναστάσεως ή ὄχι; Ἀδελφοί μου, Χριστός Ἀνέστη καί γιά κείνους! Χριστός Ἀνέστη καί γιά ὅσους ἦταν στό κρεββάτι του πόνου, Χριστός Ἀνέστη καί γιά τούς λυπημένους, τούς κατατρεγμένους, τούς φυλακισμένους, τούς ἀνήμπορους καί τούς καταθλιμένους. Καί ἡ Ἀνάσταση γι᾽ αὐτούς, ἀνέστησε ἐλπίδα γιά νά συνεχίσουν νά Τόν δοξάζουν Ἀναστημένο καί πάνω ἀπ᾽ τό σταυρό τους. Τούς γέμισε μέ μιάν ἄλλη χαρά πού ἐμεῖς δέν ὀνομάζουμε χαρά, γιατί μπερδέψαμε τούς ὅρους, χωρίς νά βρίσκουμε ἄκρη…

Καί κάποιοι ἀπό ἐμᾶς -ὦ πόσο ξεγελιόμαστε- ὅταν μπερδεύουμε τήν χαρμολύπη τῆς Ἀνάστασης, τήν σταυροπληρωμένη χαρά, μέ κάποια νόθα χαρά, ψεύτικη, προσωρινή, πού δείχνεται σέ ἐξωτερικές ἐκδηλώσεις μιᾶς χαρούμενης διάθεσης, μέ γέλια καί χορούς καί πανηγύρια. Αὐτή ἡ λίγη καί λαθραία χαρά, μόλις ὁ ἥλιος θά κρυφτεῖ στή Δύση του, μόλις ἡ γιορτή τελειώσει, τό νταβαντούρι κοπάσει καί μαζί τό τραπέζι καί τό φαγοπότι, τελειώνει κι αὐτή καί σβήνει, χάνεται. Αὐτή ἡ ἔρημη χαρά στολίζεται μέ τά καλά της γιά νά κρύψει τήν ἀσχήμια της καί μόλις ἀκούσει τό Χριστός Ἀνέστη, φεύγει ἀμέσως, σάν νά μήν θέλει νά τ᾽ἀκούει πιά, μιά φορά καί φτάνει… Αὐτή ἡ χαρά ἀδελφοί μου δέν λέγεται χαρά. Δέν ἔχει ἴχνος χαρᾶς, οὔτε νόημα στήν καρδιά ἀφήνει. Μόλις πάρει τά ἰμάτιά της καί φύγει, ἀφήνει μόνη τήν ψυχή νά ὀνομάζει τήν ἀπάτη πού ζεῖ «καθημερινότητα» καί τό Πάσχα «διακοπές γιά λίγο γλέντι»… «Μπρός, τελείωσε ἡ παράσταση», σοῦ λέει. «Πίσω στά ἴδια», σάν νά μήν ἔγινε τίποτα. Σάν νά μήν Ἀνέστη ὁ Χριστός…

Ἀδελφοί μου, «στῶμεν καλῶς!» καί «ἀναστηθῶμεν καλῶς!» Λίγο πρίν, ἤμασταν συντετριμμένοι κάτω ἀπ᾽ τό Σταυρό Του. Ἄς μήν ἦταν τόσο φτηνή ἡ παρουσία μας ἐκεῖ, ἄς μήν ἦταν τόσο ἄγευστα τά δάκρυά μας. Ἄς Τοῦ δείξουμε ὅτι δέν μείναμε ἁπλοί θεατές τοῦ Πάθους, πού λίγο μετά τήν Ἀνάσταση ἐξαφανίστηκαν καί ξέχασαν ὅτι Χριστός Ἀνέστη. Ἄς ἀποδείξουμε στόν Κύριο ὅτι δέν μείναμε στήν Κυριακή τῶν Βαϊων, ἀλλά βαδίσαμε δίπλα Του, Τόν ἀνακουφίσαμε, σπογγίσαμε τό θεϊκό Του Αἷμα καί τό δάκρυ, σάν τήν Κυρά τή Βερονίκη, δίνοντάς Του τήν καρδιά μας γιά μανδήλι, ἐκεῖ πού ἀποτύπωσε τό Πρόσωπό Του…

Ὅλες αὐτές τίς μέρες, τίς σαράντα μέρες τοῦ «Χριστός Ἀνέστη», ὁ Κύριος ἐγγύς, Ἀναστημένος περιμένει νά πεῖ τό «Χαίρετε!» καί στήν ψυχή μας. Ἄς ἀποδείξουμε στόν Κύριο τήν ἀγάπη μας, ὅπως Ἐκεῖνος χάρισε στό Θωμᾶ τά τεκμήρια της δικῆς Του Ἀγάπης, πού ὅμοιά της δέν μπορεῖ κἄν νά συλληφθεῖ ἀπό τόν ἀνθρώπινο νοῦ.

Ἄς ἀναζητήσουμε τόν Ἀναστημένο Ἰησοῦ στήν δική μας τήν πορεία πρός «Ἐμμαούς», σ᾽ αὐτήν τήν πρόσκαιρη, ἐπίγεια ἐξορία. Ἄς κλάψουμε ἔξω ἀπ᾽ τόν ἄδειο τάφο, τό κενό μνημεῖο τῆς ψυχῆς μας ἴσως, γιά νά συναντήσουμε τό Ἀναστημένο Σῶμα Του στό Ἅγιο Ποτήριο. «Ραββουνί», ἄς ἀναφωνήσουμε! «Ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου»!

Λοιπόν, «ἄγωμεν, σπεύσωμεν!» γιατί Χριστός Ἀνέστη…

 

Γερόντισσα Μόνικα καί αἱ σύν ἐμοί ἐν Χριστῶ ἀδελφαί

περιοδικό «Μοναχική Εκφραση» τ. 37 (προς αναγνώστες επιστολή)